ξάρτι — το συν. στον πληθ. τα ξάρτια α) ναυτ. τα εξάρτια, τα σχοινιά που είναι δεμένα σε σταθερά σημεία τού πλοίου και χρησιμεύουν για τη στήριξη τών ιστών β) τα σχοινιά που συνδέουν τις ακτίνες τού ανεμόμυλου με το άκρο τού άξονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν.… … Dictionary of Greek
εξάρτι — και ξάρτι, το (συν. στον πληθ. εξάρτια και ξάρτια, τα) (Α ως επίθ. ἐξάρτιος, ον, Μ ἐξάρτιον, το) [εξαρτίζω] ναυτ. τα σχοινιά που είναι δεμένα σε σταθερά σημεία τού πλοίου και χρησιμεύουν για τη στήριξη τών ιστών νεοελλ. τα σχοινιά που συνδέουν… … Dictionary of Greek
ζήτι — το 1. η ζητιανιά, η επαιτεία 2. παροιμ. «τού ζητιού τα κέρδη ντροπή και πομπιοσύνη» τα κέρδη που βγαίνουν από τη ζητιανιά είναι άξια ντροπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματ. παράγ. < ζητώ πρβλ. εξαρτώ ξάρτι] … Dictionary of Greek
ξαρτόδεμα — το ναυτ. κοινή ονομασία τού επιτονοδέσμου, ναυτικού κόμπου για τη σύνδεση τών άκρων τών σχοίνινων παρατόνων ή άλλων ναυτικών σχοινιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξάρτι + δέμα (< δένω), πρβλ. κομπό δεμα] … Dictionary of Greek
ξαρτόκομπος — ο το ξαρτόδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξάρτι + κόμπος] … Dictionary of Greek
παρεξάρτιο — το ναυτ. μικρός εξώστης που προέχει από τις πλευρές μεγάλου ιστιοφόρου πλοίου για να στερεώνονται σε αυτόν τα ξάρτια και τα παταράτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εξάρτιον / ξάρτι. Η λ., στον πληθ. παρεξάρτια, μαρτυρείται από το 1858 στο… … Dictionary of Greek
Καρά αλής — (1778 – 1822). Τούρκος ναύαρχος κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Το 1821 έπλευσε ως αρχηγός ισχυρότατης μοίρας εναντίον των Ελλήνων, αφού προηγουμένως διέταξε τη σφαγή όλων των χριστιανών αξιωματικών του στόλου. Ενίσχυσε τις φρουρές… … Dictionary of Greek